- στερέμνιος
- -ία, -ον, ΜΑ, θηλ. και στερέμνιος Αστερεός, σκληρός («στερεμνιωτέρα τροφή», Κλήμ. Αλ.)μσν.το θηλ. ως ουσ. ἡ στερεμνίαστερεότητα, σταθερότητααρχ.1. σταθερός2. μτφ. ισχυρός, δυνατός3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στερέμνιαα) οι στερεές τροφέςβ) τα στερεά αντικείμενα.επίρρ...στερεμνίως ΜΑστέρεα, σταθερά («κλίμαξ στερεμνίως ἐνδεδεμένη», Βίτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από θ. στερε- ενός αμάρτυρου τ. *στέρεμα (< στερεός*), πρβλ. ἔρυμα: ἐρυμνός, με επίθημα -μν-ίος (μηδενισμένη βαθμίδα τού επιθήματος -μην, πρβλ. λιμήν: λίμνη, ἀτέρα-μν-ος)].
Dictionary of Greek. 2013.